πυρετικῶν

πυρετικῶν
πυρετικός
fem gen pl
πυρετικός
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… …   Dictionary of Greek

  • πυρετογόνος — α, ο, Ν 1. αυτός που προκαλεί πυρετό («πυρετογόνες ουσίες» ονομασία διαφόρων ουσιών που χρησιμοποιήθηκαν κατά το παρελθόν για την πρόκληση πυρετικών αντιδράσεων για θεραπευτικούς σκοπούς) 2. το ουδ. ως ουσ. το πυρετογόνο ιατρ. ουσία πρωτεϊνικής ή …   Dictionary of Greek

  • ομοιόθερμο ή ομόθερμα — Λέγονται έτσι διάφορα ζώα –θηλαστικά και πουλιά– τα οποία, επειδή διαθέτουν υψηλή ισχύ θερμικής αυτορρύθμισης, έχουν σταθερή εσωτερική θερμοκρασία ή μεταβλητή σε πολύ περιορισμένα όρια και κατά συνέπεια ανεξάρτητη από εκείνη του εξωτερικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”